αυλωδικός

αυλωδικός
η , όν исполняемый под аккомпанемент флейты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αυλωδικός" в других словарях:

  • αυλωδικός — αὐλῳδικός, ή, όν (Α) [αυλῳδία] αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία …   Dictionary of Greek

  • αὐλῳδικῶν — αὐλῳδικός belonging to fem gen pl αὐλῳδικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικοί — αὐλῳδικός belonging to masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικούς — αὐλῳδικός belonging to masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικήν — αὐλῳδικός belonging to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»